- ὑπαγορεύει
- ὑπαγορεύωdictatepres ind mp 2nd sgὑπαγορεύωdictatepres ind act 3rd sgὑπαγορεύωdictatepres ind mp 2nd sgὑπαγορεύωdictatepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαγορεύω — ὑπαγορεύω, ΝΜΑ απαγγέλλω κάτι σε κάποιον, συνήθως με αργό ρυθμό, για να τό γράψει ή να τό επαναλάβει προφορικά (α. «ο καθηγητής υπαγορεύει το κείμενο στους μαθητές» β. «δεῑ γράμματα ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα δυνήσεσθαι τὰ ὑπαγορευόμενα γράφειν»,… … Dictionary of Greek
υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
υπαγορεύω — υπαγόρευσα, υπαγορεύτηκα, υπαγορευμένος 1. απαγγέλω κάτι μπροστά σε άλλον για να το γράψει ή να το επαναλάβει προφορικά: Ο διοικητής υπαγορεύει τον όρκο στους νεοσύλλεκτους. 2. μτφ., κάνω υπόδειξη, παρακινώ, συμβουλεύω: Η κατάσταση υπαγορεύει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
наоучати — НАОУЧА|ТИ (59), Ю, ѤТЬ гл. 1.Учить, наставлять: и сѹща˫а подъ нами наѹчаѥмъ. (ἐκδιδοσκομεν) ΚΕ XII, 41б; да прииметь ѹбо даръ игѹменъ. да наѹчѧѥть же и приносѧщаго УСт XII/XIII, 235; началѣ же двѣ наѹчають. злое же сѹще и бл҃гое. КР 1284, 366б;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PRIAMUS — I. PRIAMUS Laomedontisfil. qui, Iliô ab Hercule everso, una cum Hesione sorore in graeciam abductus est captivus. Postea tamen, aurô redemptus. Ilion instauravit simul et exornavit, regnique limites usque adeo protulit, ut non solum Troiae, sed… … Hofmann J. Lexicon universale
αποκάλυψη — Όρος με ευρύ θρησκευτικό περιεχόμενο που τον χρησιμοποιούν όλες οι θρησκείες, και με ιδιαίτερο τρόπο ο χριστιανισμός. O άνθρωπος αισθάνεται μέσα του τη βαθιά ανάγκη να ανακαλύψει το νόημα του κόσμου και της ζωής, αλλά βλέπει πως μόνος του δεν το… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek